- ἐμμέθοδος
- ἐμμέθοδοςaccording to rulemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμμέθοδος — η, ο (AM ἐμμέθοδος, ον) 1. αυτός που γίνεται με μέθοδο, μεθοδικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμέθοδο(ν) μεθοδικότητα, συστηματική τακτοποίηση … Dictionary of Greek
ἐμμεθοδώτερον — ἐμμέθοδος according to rule masc acc comp sg ἐμμέθοδος according to rule neut nom/voc/acc comp sg ἐμμέθοδος according to rule adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμεθόδως — ἐμμέθοδος according to rule adverbial ἐμμέθοδος according to rule masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμέθοδον — ἐμμέθοδος according to rule masc/fem acc sg ἐμμέθοδος according to rule neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμεθόδοις — ἐμμέθοδος according to rule masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμεθόδου — ἐμμέθοδος according to rule masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμεθόδους — ἐμμέθοδος according to rule masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek